durability$23333$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

durability$23333$ - translation to ελληνικό

PROPERTY OF A DATABASE SYSTEM GUARANTEEING THAT TRANSACTIONS THAT HAVE COMMITTED WILL SURVIVE PERMANENTLY IN THE EVENT OF CRASHES
Durability (data management); Durability (computer science); Durability (DBMS)

durability      
n. στερεότητα, αντοχή

Ορισμός

durable
¦ adjective
1. hard-wearing.
2. (of goods) able to be kept; not perishable.
Derivatives
durability noun
durableness noun
durably adverb
Origin
ME (in the sense 'steadfast'): via OFr. from L. durabilis, from durare (see duration).

Βικιπαίδεια

Durability (database systems)

In database systems, durability is the ACID property which guarantees that transactions that have committed will survive permanently. For example, if a flight booking reports that a seat has successfully been booked, then the seat will remain booked even if the system crashes.

Durability can be achieved by flushing the transaction's log records to non-volatile storage before acknowledging commitment.

In distributed transactions, all participating servers must coordinate before commit can be acknowledged. This is usually done by a two-phase commit protocol.

Many DBMSs implement durability by writing transactions into a transaction log that can be reprocessed to recreate the system state right before any later failure. A transaction is deemed committed only after it is entered in the log.